- χιονοτρόφος
- -ον, Αχιονοθρέμμων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοτρόφον — χιονοτρόφος masc/fem acc sg χιονοτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)